- συνθλιβόμενος
- συνθλῑβόμενος , συνθλίβωpress togetherpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπώ — ἰπῶ, όω (Α) [ίπος] 1. (ιδίως σε εγχειρήσεις) καταπιέζω, συνθλίβω, συμπιέζω 2. παθ. ἰποῡμαι, όομαι πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» συνθλιβόμενος, πιεζόμενος κάτω από τις ρίζες τής Αίτνας, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek